μακροκάνης
From LSJ
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
Greek Monolingual
-α, -ικο
αυτός που έχει μακριά σκέλη, μακριά πόδια, μακροπόδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + -κάνης (< κανί «κνήμη»), στραβοκάνης.