κανί

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source

Greek Monolingual

και καννί, το
1. εκκλησιαστικό σκεύος που χρησιμοποιείται για ραντισμό τών πιστών, ραντιστήρι
2. στον πληθ. τα κανιά
τα σκέλη τών ποδιών, ιδίως τα μακρά και ισχνά («μάζεψε τα κανιά σου που έπιασες όλο το κάθισμα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κανν-ί(ον) < κάννα «καλάμι» + υποκορ. κατάλ. -ί(ον)].