Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
-α, -ικο, Ναυτός που έχει στραβά κανιά, στραβά σκέλη, στραβοπόδης.[ΕΤΥΜΟΛ. < στραβ(ο)- + -κάνης (< κανιά)].