τὰ ἐν τῷ σώματι ἀποκρινόμενα → bodily secretions
ου (τό) :temps du repos.Étymologie: ἀναπαύω.
ἀναπαυτήριον: τό время отдыха (νὺξ ἀναπαυτήριον κάλλιστον Xen.).