ἀναπαυτήριον

From LSJ

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
temps du repos.
Étymologie: ἀναπαύω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναπαυτήριον: τό время отдыха (νὺξ ἀναπαυτήριον κάλλιστον Xen.).