παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενος → flee all education, raising up the top sail
πολυλογῶ, πολυλογέω, ΝΜΑ πολύλογοςμιλώ συνεχώς ή λέω πολλά και περιττάνεοελλ.φρ. «να μη σού τά πολυλογώ» — για να είμαι σύντομος.