πολυλογώ

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120

Greek Monolingual

πολυλογῶ, πολυλογέω, ΝΜΑ πολύλογος
μιλώ συνεχώς ή λέω πολλά και περιττά
νεοελλ.
φρ. «να μη σού τά πολυλογώ» — για να είμαι σύντομος.