ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
εὐθηνῶ, -έω (Α)ακμάζω, ευδοκιμώ, ευημερώ (α. «οἱ οἶκοι αὐτῶν εὐθηνοῦσι», ΠΔβ. «Αἴγυπτος καρποῑς ἀφθόνοις εὐθηνεῖτο»).[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. του ευθενώ].