ευδοκιμώ

From LSJ

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ εὐδοκιμῶ, -έω) ευδόκιμος
1. επιτυγχάνω σε κάτι, κατορθώνω, κάτι
2. ακμάζω, ευημερώ, προοδεύω («ηὐδοκίμει Περικλῆς», Πλάτ.)
νεοελλ.
(για φυτά) έχω ευνοϊκούς όρους για ανάπτυξη, ακμάζω («στη Χίο ευδοκιμεί η μαστίχα»)
αρχ.-μσν.
είμαι περιζήτητος, αρεστός
αρχ.
1. (για κοινά επιχειρήματα) φέρω αποτέλεσμα, επιτυγχάνω («εὐδοκιμεῖ δὲ μᾶλλον τῶν ἐνθυμημάτων τὰ ἐλεγκτικὰ τῶν ἀποδεικτικῶν», Αριστοτ.)
2. φρ. α) «εὐδοκιμῶ ἔν τινι» — διακρίνομαι σε κάτι («καιρίῳ δ' ἐνθυμήματι ηὐδοκίμησε», Ξεν.)
β) «εὐδοκιμῶ παρά τινι» — έχω δύναμη κοντά σε κάποιον («εὐδοκίμησε... παρὰ βασιλέϊ», Ηρόδ.)
3. (για χρήματα) είμαι γνήσιος
4. μέσ. εὐδοκιμοῦμαι
εκτιμώ
5. παθ. επιδοκιμάζομαι, εγκρίνομαι.