ευθηνώ

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434

Greek Monolingual

εὐθηνῶ, -έω (Α)
ακμάζω, ευδοκιμώ, ευημερώ (α. «οἱ οἶκοι αὐτῶν εὐθηνοῦσι», ΠΔ
β. «Αἴγυπτος καρποῖς ἀφθόνοις εὐθηνεῖτο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. του ευθενώ].