ἀριστοτέλειος
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
Greek Monolingual
(AM ἀριστοτέλειος, -α, -ον) Αριστοτέλης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Αριστοτέλη.
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
(AM ἀριστοτέλειος, -α, -ον) Αριστοτέλης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Αριστοτέλη.