πεντανούμμιον
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
English (LSJ)
τό, pentanummium, a piece of five sesterces, Zonar.
Greek (Liddell-Scott)
πεντανούμμιον: τό, νόμισμα ἐκ πέντε νούμμων, «ἀσσάριον, πεντανούμμιον ἢ δεκανούμμιον», Ζωναρ. 322.
Greek Monolingual
τὸ, Α
νόμισμα πέντε νούμμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + νοῦμμος «είδος νομίσματος»].