επίκληρος
From LSJ
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
Greek Monolingual
ἐπίκληρος και δωρ. τ. ἐπίκλαρος, η (Α) κλήρος
1. μοναχοκόρη που κληρονομούσε όλη την πατρική περιουσία και την οποία σύμφωνα με τον νόμο έπρεπε να τήν παντρευτεί ο πλησιέστερος συγγενής («νῦν δ’ ἔξεστι δοῦν
αί τε τὴν ἐπίκληρον ὅτω ἂν βούληται», Αριστοτ.)
2. (κατά Θωμ. Μάγιστρ.) «ἐπίκληρος καὶ ἐπὶ ἀρσενικοῦ καὶ ἐπὶ θηλυκοῦ, ὁ ἐπὶ πάσῃ τῇ πατρικῇ περιουσίᾳ καταλελειμμένος παῑς»
3. (γενικώς) κληρονόμος
4. αστρολ. πιθ. έγκληρος.