έγκληρος
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
Greek Monolingual
ἔγκληρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει κλήρο, μερίδιο σε κάτι, μέτοχος
2. κληρονόμος («ἔγκληρον ὡς δὴ σὴν κασιγνήτην γαμῶν», Ευρ. Ιφ. εν Ταύρ.)
3. πλούσιος
4. αυτός που βρίσκεται στην κυριότητα κάποιου από κληρονομιά («ἔγκληρα πεδία τἀμὰ γῆς κεκτημένος», Ευρ. Ηρ.).