πατρωϊῶχος
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
English (LSJ)
A = πατροῦχος, Leg.Gort.7.15, al.
Greek Monolingual
-ον, Α
το θηλ. η πατροῦχος παρθένος, η επίκληρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατρῷα «πατρική κληρονομιά» (< πατρῷος) + -ῶχος (< ἔχω), πρβλ. ζευγ-ώχος].