παρωδός

From LSJ
Revision as of 15:00, 18 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source

Greek Monolingual

-όν, Α
1. αυτός που παραβαίνει τους κανόνες του άσματος, που κάνει σκοτεινούς υπαινιγμούς («λόγους κοὐκέτι... παρῳδοῖς αἰνίγμασι», Ευρ.)
2. το αρσ. ως ουσ.παρῳδός
α) ο ποιητής παρωδιών
β) εκείνος που απαγγέλλει παρωδίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -ῳδός (< ᾠδή) (πρβλ. μον-ωδός)].