ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion
adv.avec intégrité.Étymologie: ἀδέκαστος.
íntegra, imparcial, desinteresadamente
ἀδεκάστως: беспристрастно (ἐξηγεῖσθαι προσέχοντα Luc.).