ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
adv.longuement;Cp. μακροτέρως ou μακροτέρω, Sp. μακροτάτω.Étymologie: μακρός.
μακρῶς:1) далеко, на большое расстояние (φέρεσθαι Arst.);2) долго, медленно (ἐκμηρύεσθαι τὰς δυσχωριας Polyb.).