στρογγύλον
From LSJ
οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain
Russian (Dvoretsky)
στρογγύλον: (ῠ) τό
1) круглое, круглая фигура Plat.;
2) (о речи) сжатость, краткость или закругленность (τοῦ στόματος Arph. ap. Plut.).