δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
ἀδηρίτως:1) без спора, без препятствий (τὴν λείαν περισύρειν Polyb.);2) бесспорно (ὁ κρείττων ἀ. δύναμις Plut.).