παραγώγως
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
French (Bailly abrégé)
adv.
par dérivation.
Étymologie: παράγωγος.
Russian (Dvoretsky)
παρᾰγώγως: посредством словопроизводства: Πανίαν π. Σπανίαν προσηγόρευσαν Plut. от слова Пания произвели Спания.