συλλῄστρια
From LSJ
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
German (Pape)
[Seite 976] ἡ, tem. von συλλῃστήρ, Miträuberinn, Poll. 6, 158.
Russian (Dvoretsky)
συλλῄστρια: ἡ соучастница разбойных нападений Arph.
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
[Seite 976] ἡ, tem. von συλλῃστήρ, Miträuberinn, Poll. 6, 158.
συλλῄστρια: ἡ соучастница разбойных нападений Arph.