μεγαλομερία
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
German (Pape)
[Seite 106] ἡ, = μεγαλομέρεια, τοῦ πολιτεύματος καὶ δύναμις, Pol. 1, 26, 9.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλομερία: ἡ большие размеры, обширность (τοῦ πολιτεύματος Polyb.).