συνενεργής
From LSJ
Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst
English (LSJ)
ές, active at the same time, ib.286.22.
Greek Monolingual
-ές, Α ἐνεργής
αυτός που κάνει κάτι ταυτοχρόνως.