μίξιμος
From LSJ
Full diacritics: μίξιμος | Medium diacritics: μίξιμος | Low diacritics: μίξιμος | Capitals: ΜΙΞΙΜΟΣ |
Transliteration A: míximos | Transliteration B: miximos | Transliteration C: miksimos | Beta Code: mi/cimos |
ον, alloyed, Id. s.v. ὑπόχαλκον.
μίξιμος: -ον, μεμιγμένος «ὑπόχαλκον δέ σου τὸ χρυσίον, ἀντὶ τοῦ μίξιμον, παρακεκομένον τὸ νόμισμα, παραχαράξιμον» Σουΐδ.
μίξιμος, -ον (Α)
αναμεμιγμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο)- του μίγνυμι / μείγνυμι + κατάλ. -ιμος].