ἐκπιασμός
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
English (LSJ)
ὁ, v. ἐκπιεσμός.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
compresión, estrujamiento τῶν τοιούτων σωμάτων ref. a corpúsculos celestes, Epicur.Ep.[3] 101.