ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head
Full diacritics: ἑλιξόπορος | Medium diacritics: ἑλιξόπορος | Low diacritics: ελιξόπορος | Capitals: ΕΛΙΞΟΠΟΡΟΣ |
Transliteration A: helixóporos | Transliteration B: helixoporos | Transliteration C: eliksoporos | Beta Code: e(lico/poros |
ον, revolving, ἄτρακτος Procl.H.1.48.
ἑλιξόπορος: -ον, πορευόμενος ἑλικοειδῶς, ὁ περιστρεφόμενος, ἑλιξοπόροισιν ἀτράκτοις Πρόκλ. Ὕμν. εἰς Σόλ. 48, Μανέθ. 4. 437., κτλ.