μεταλλουργείο
From LSJ
Ξένοισι πιστοῖς πιστὸς ὢν γίγνου φίλος → Amicus esto fidus in fidum hospitem → Erweise treuen Fremden dich als treuer Freund
Greek Monolingual
το (Α μεταλλουργεῖον) μεταλλουργός
νεοελλ.
εργοστάσιο όπου γίνεται η εξαγωγή τών μεταλλευμάτων από τα ορυκτά και η κατεργασία τών μετάλλων
αρχ.
μεταλλείο, ορυχείο.