υποκριτής

From LSJ
Revision as of 07:34, 9 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ἡμᾱς" to "ἡμᾶς")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζήτει συναγαγεῖν ἐκ δικαίων τὸν βίον → Vitam ex honestis tibi para negotiis → Erwirb dir nur gerechten Lebensunterhalt

Menander, Monostichoi, 196

Greek Monolingual

ο / ὑποκριτής, ΝΜΑ, θηλ. υποκρίτρια Ν ὑποκρίνομαι
1. (στο αρχ. θέατρο) ηθοποιός
2. μτφ. άτομο που κρύβει τα πραγματικά του αισθήματα, που υποκρίνεται, που προσποιείται
αρχ.
1. αυτός που ερμηνεύει, που εξηγεί κάτι
2. ονειροκρίτης («μὴ ὀνείρων ὑποκριτάς τινας ἡμᾶς ὑπείληφεν;», Λουκιαν.)
3. αυτός που απαγγέλλει κάτι
4. (κατ' επέκτ.) ραψωδός («τοὺς εὐφωνοτάτους τῶν ὑποκριτῶν», Διόδ.).