ονειροκρίτης

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source

Greek Monolingual

ο (Α ὀνειροκρίτης και δωρ. τ. ὀνειροκρίτας, θηλ. ὀνειροκρίτις)
αυτός που ερμηνεύει, που εξηγεί τα όνειρα
νεοελλ.
έντυπο στο οποίο δίνονται με αλφαβητική σειρά οι ερμηνείες διαφόρων ονείρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + κρίτης (< κρίνω), πρβλ. αιμοτοκρίτης].