τετράδραχμον
From LSJ
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
Greek Monotonic
τετράδραχμον: τό, αργυρό νόμισμα τεσσάρων δραχμών, τετράδραχμο, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
τετράδραχμον: τό монета в четыре драхмы, четырехдрахмовик Plat., Plut.
Middle Liddell
τετρά-δραχμον, ου, τό,
a coin of four drachms, a tedradrachm, worth about s. 2d., Plut.