absurdly
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
English > Greek (Woodhouse)
adv.
P. and V. εὐήθως, Ar. and P. ἀνοήτως, P. μώρως (Xen.); see foolishly.
Ridiculously: P. ἀτόπως, γελοίως, καταγελάστως.