Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
P. and V. εὐήθως, ἀφρόνως, P. ἠλιθίως, μώρως (Xen.), Ar. and P. ἀνοήτως, εὐηθικῶς, V. ἀβούλως, ἀσύνετα.
talk foolishly, v.: P. and V. ληρεῖν, Ar. and P. φλυαρεῖν, P. ἀποληρεῖν, V. φλύειν, Ar. φληναφᾶν.