συνδικάτο

From LSJ
Revision as of 20:00, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393

Greek Monolingual

το, Ν
1. ένωση φυσικών ή νομικών προσώπων για την προάσπιση και εξυπηρέτηση τών κοινών οικονομικών ή επαγγελματικών τους συμφερόντων
2. φρ. α) «εργατικά συνδικάτα» — οι συνδικαλιστικές οργανώσεις τών εργαζομένων
β) «συνδικάτο του εγκλήματος»
μτφ. i) χαρακτηρισμός αποδιδόμενος διεθνώς σε συνασπισμένες οργανώσεις κακοποιών και ιδίως στη λεγόμενη μαφία
ii) κάθε ενιαία εμφάνιση και δράση μελών του υποκόσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. syndicat < μεσ. λατ. syndicatus μτχ. παρακμ. του ρ. syndico < λατ. syndicus < σύνδικος. Η λ., στον λόγιο τ. συνδικάτον, μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη].