γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want
adv.
P. φιλανθρώπως, P. and V. φιλοφρόνως (Plat.), φίλως (Xen. but rare P.), προσφιλῶς (Plat.), Ar. and P. οἰκείως.