befitting
From LSJ
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
adj.
P. and V. εὐπρεπής, πρέπων, προσήκων, σύμμετρος, εὐσχήμων. Ar. and P. πρεπώδης, V. ἐπεικώς, προσεικώς, συμπρεπής.
Seasonable: P. and V. καίριος, ἐπίκαιρος; see seasonable.