αὐτανδρί
From LSJ
κρυπταδίῃ φιλότητι μιγήμεναι → lie with him in secret love, join with him in secret love
English (LSJ)
Adv. of sq., Plb.3.81.11.
Spanish (DGE)
adv. con todos los hombres, con toda la tripulación τὸ ὅλον αὐ. σκάφος ὑποχείριον γίνεται τοῖς ἐχθροῖς Plb.3.81.11, αὐ. δὲ χειρωσάμενον τὰς Ἀθηναίων δυνάμεις Plb.12.25k.11.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτανδρί: ἐπίρρ. τοῦ ἑπομ., Πολύβ. 3. 81, 11.
Russian (Dvoretsky)
αὐτανδρί: adv. вместе с людьми: τὸ ὅλον αὐ. σκάφος Polyb. весь корабль со всем экипажем.