ἀνιερωστί
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
Full diacritics: ἀνῐερωστί | Medium diacritics: ἀνιερωστί | Low diacritics: ανιερωστί | Capitals: ΑΝΙΕΡΩΣΤΙ |
Transliteration A: anierōstí | Transliteration B: anierōsti | Transliteration C: anierosti | Beta Code: a)nierwsti/ |
impiously, ἀνιέρως, Adv. of ἀνίερος, Heraclit.14.
adv. impía, sacrílegamente τὰ γὰρ νομιζόμενα κατ' ἀνθρώπους μυστήρια ἀ. μυεῦνται Heraclit.B 14.
ἀνιερωστί: Ἐπίρρ. = ἀνιέρως Ἡράκλειτ. παρ’ Εὐσ. Εὐαγ. Πρ. 67Α, Κλήμ. Ἀλ. 19.
ἀνιερωστί επίρρ. (Α)
ανίερα, κατά τρόπο ανίερο.