μώομαι
From LSJ
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
German (Pape)
[Seite 226] ep. gedehnte Form für μῶμαι, μάομαι.
French (Bailly abrégé)
seul. impér. prés. 2ᵉ sg. μώεο;
c. μῶμαι.
Greek (Liddell-Scott)
μώομαι: Ἐπ. ἐκτεταμένος τύπος τοῦ μάομαι.
Greek Monotonic
μώομαι: Επικ. εκτεταμ. τύπος του μάομαι.
Russian (Dvoretsky)
μώομαι: (только 2 л. sing. imper. praes. μώεο) Xen. = μῶμαι.