furnish
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English > Greek (Woodhouse)
v. trans.
Supply: P. and V. παρέχειν (or mid.), πορίζειν (or mid. in P.), ἐκπορίζειν (or mid. in P.), παρασκευάζειν. Equip: P. and V. σκευάζειν, παρασκευάζειν, στέλλειν (rare P.), ἐξαρτύειν, V. ὁπλίζειν, ἐξοπλίζειν, ἐκστέλλειν, P. κατασκευάζειν. Furnished with, adj.: V. κατήρης (dat.); see well furnished.