incautious
From LSJ
Πάντ' ἀνακαλύπτων ὁ χρόνος πρὸς φῶς φέρει → Omnia revelans tempus in lucem eruit → Die Zeit deckt alles auf und bringt es an den Tag
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. ἀπερίσκεπτος, ἄσκεπτος, ἀφρόντιστος (Xen.), ἀλόγιστος, P. and V. ἄβουλος, V. δυσλόγιστος; see rash. Daring: P. and V. θρασύς, τολμηρός, P. θαρσαλέος. Off one's guard: P. and V. ἀφύλακτος, ἄφρακτος (Thuc.).