θαρσαλέος
Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt
English (LSJ)
Att. θαρραλέος, α, ον, (θάρσος)
A daring, πολεμιστής Il. 21.589, etc.; ἦτορ 19.169; φωνά Pi.N.9.49; ἐλπίδες θ. confident, A.Pr. 536 (lyr.): c. inf., ἀπὸ τῶν ἵππων πολεμεῖν θαρρ. Pl.Prt. 350a; θ. περί τι Arist.Rh.1383a15: Comp. θαρσαλεώτερος Id.PA667a16, Pl.Prt. l.c.; τὸ θαρσαλέον confidence, ἐν τῷ θαρσαλέῳ εἶναι Th.2.51, cf. Lys.21.25: so in Adv., θαρραλέως ἔχειν to be of good courage, πρὸς θάνατον Pl.Ap.34e; πρὸς τοὺς πολεμίους X.An.2.6.14: Comp. θαρσαλεώτερον Isoc.Ep.7.3.
2 in bad sense, overbold, audacious, θ. καὶ ἀναιδής Od.17.449; θαρσαλέη, κύον ἀδεές 19.91; θ. καὶ θρασεῖς Pl.Lg.649c. Adv., ψευδῆ λέγειν θαρραλέως Is.10.1.
II that which may be ventured on, τὰ θ., opp. τὰ δεινά, Pl.Prt. 359c,La.195c, al.; τἀληθῆ… λέγειν ἀσφαλὲς καὶ θ. Id.R.450e.
German (Pape)
[Seite 1187] ion. u. altatt., später von Plat. an θαῤῥαλέος, gutes Muthes, getrost, kühn; πολεμιστής, Il. 21, 589 u. öfter; θαρσαλέος γὰρ ἀνὴρ ἐν πᾶσιν ἀμείνων ἔργοισιν Od. 7, 51; θαρσ. καὶ ἀναιδής ἐσσι προΐκτης 17, 449, frech, wie θαρσαλέη, κύον ἀδδεές 19, 91; θαρσαλέοι καὶ τλήμονες, getrost aushaltend, Il. 21, 430; θαρσ. ἦτορ 19, 169; φωνή Pind. N. 9, 49; θαρσαλέαι ἐλπίδες, kühne Hoffnungen, Aesch. Prom. 534; in Prosa, τίνες ἀπὸ τῶν ἵππων πολεμεῖν θαῤῥαλέοι εἰσίν Plat. Prot. 350 a; mit ἀνδρεῖος verglichen ib. 349 e; Lach. 182 c; θαῤῥαλέοι καὶ θρασεῖς Legg. I, 649 c. – Τὸ θαῤῥαλέον, das, woran man sich wagen kann, dem man sich ohne Furcht unterziehen kann, Plat. Prot. 359 c, im Gegensatz v. δεινός, vgl. Lach. 195 b ff.; τἀληθῆ εἰδότα λέγε ἀσφαλὲς καὶ θαῤῥαλέον Rep. V, 450 e; ἐν τῷ θαῤῥαλέῳ εἶναι Lys. 12, 49, in Sicherheit sein; vgl. Thuc. 2, 51. – Adv., θαῤῥαλέως ἔχειν πρὸς θάνατον, gutes Muthes sein, Plat. Apol. 34 e, εἰπεῖν u. ä., öfter, wie Sp.
French (Bailly abrégé)
ion. et anc. att. c. θαρραλέος.
Russian (Dvoretsky)
θαρσᾰλέος: новоатт. θαρρᾰλέος 3
1 отважный, храбрый (πολεμιστής, ἀνήρ Hom.; καρδία Arst.; ὁ ἀπὸ τῶν ἵππων πολεμεῖν θ. Plat.);
2 смелый, уверенный (ἦτορ Hom.; φωνή Pind.; ἐλπίδες Aesch.);
3 внушающий уверенность, не вызывающий беспокойства: τἀληθῆ εἰδότα λέγειν ἀσφαλὲς καὶ θαρραλέον (sc. ἐστίν) Plat. тому, кто знает истину, можно говорить уверенно и смело;
4 дерзкий, наглый (θ. καὶ ἀναιδής Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
θαρσᾰλέος: Ἰων. καὶ ἀρχ. Ἀττ., νεώτερ. Ἀττ. θαρραλέος, -α, -ον, (θάρσος)· - πλήρης θάρρους, εὐθαρσής, τολμηρός, ἄφοβος, πολεμιστὴς Ἰλ. Φ. 589, κτλ.· ἦτορ Τ. 169· φωνὴ Πίνδ. Ν. 9. 117· ἐλπίδες θ., τολμηραί, μεγάλαι, Αἰσχύλ. Πρ. 536· μετ’ ἀπαρ., θαρρ. ἀπὸ τῶν ἵππων πολεμεῖν Πλάτ. Πρωτ. 350Α· θ. περί τι Ἀριστ. Ρητ. 2. 5, 16· συγκρ. -ώτερος, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 4, 27· - τὸ θαρσαλέον, πεποίθησις, θάρρος, ἐν τῷ θαρσαλέῳ εἶναι Θουκ. 2. 51, Λυσ. 164. 4· - οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ., θαρραλέως ἔχω, ἔχω θάρρος, εἶμαι πλήρης θάρρους, πρός τι Πλάτ. Ἀπολ. 34Ε· πρός τινα Ξεν. Ἀν. 2. 6, 14. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὑπὲρ τὸ δέον θαρραλέος, παράτολμος, θρασύς, θαρσ. καὶ ἀναιδὴς Ὀδ. Ρ. 419· θαρσαλέη, κύον ἀδδεὲς Τ. 91· - ἐπίρρ., θαρραλέως λέγειν ψεύδη Ἰσαῖ. 49. 12. ΙΙ. ὅ,τι δύναται νὰ τολμήσῃ τις μετὰ θάρρους, ἄνευ φόβου, τὰ θ., ἀντίθ. τὰ δεινά· - οἱ μὲν δειλοὶ ἐπὶ τὰ θαρραλέα ἔρχονται, οἱ δὲ ἀνδρεῖοι ἐπὶ τὰ δεινὰ Πλάτ. Πρωτ. 359C, Λάχ. 195Β, κ. ἀλλ.· τἀληθῆ... λέγειν ἀσφαλὲς καὶ θαρρ. ὁ αὐτ. Πολ. 450Ε.
English (Autenrieth)
(θάρσος), comp. -εώτερον: courageous, daring, bold; in bad sense, Od. 17.449.—Adv., θαρσαλέως.
Greek Monolingual
θαρσαλέος, -α, -ον (AM)
θαρραλέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάρσος + επίθημα -αλέος (πρβλ. αυχμαλέος, διψαλέος). Ο τ. θαρραλέος με αφομοίωση].
Greek Monotonic
θαρσᾰλέος: Αττ. θαρραλέος, -α, -ον (θάρσος),
I. 1. τολμηρός, γενναίος, θαρραλέος, άφοβος, ατρόμητος, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.· τὸ θαρσαλέον, αυτοπεποίθηση, θάρρος, πίστη, σε Θουκ.· ομοίως στο επίρρ., θαρραλέως ἔχειν, έχω θάρρος, είμαι γεμάτος θάρρος, σε Πλάτ, Ξεν.
2. με αρνητική σημασία, παράτολμος, θρασύς, αναιδής, προπετής, σε Ομήρ. Οδ.·
II. αυτό που μπορεί να τολμήσει κάποιος με θάρρος, αυτό που επιχειρείται χωρίς φόβο, σε Πλάτ.
Middle Liddell
θάρσος
I. bold, of good courage, ready, daring, undaunted, Il., Attic: —τὸ θαρσαλέον confidence, Thuc.:—so in adv., θαρραλέως ἔχειν to be of good courage, Plat., Xen.
2. in bad sense, overbold, audacious, Od.
II. that which may be ventured on, Plat.
English (Woodhouse)
Lexicon Thucydideum
fiducia plenus, audax, securus, full of confidence, bold, free from care, 2.11.5,
COMP. 2.3.4, 6.72.4,
Neutr. neuter securitas, freedom from care, safety, 2.51.6.