τραχυόστρακος

From LSJ
Revision as of 16:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾱχῠόστρᾰκος Medium diacritics: τραχυόστρακος Low diacritics: τραχυόστρακος Capitals: ΤΡΑΧΥΟΣΤΡΑΚΟΣ
Transliteration A: trachyóstrakos Transliteration B: trachyostrakos Transliteration C: trachyostrakos Beta Code: traxuo/strakos

English (LSJ)

ον, rough-shelled, Arist.HA528a23.

Russian (Dvoretsky)

τρᾱχυόστρᾰκος: с неровной раковиной (sc. κόγχαι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

τρᾱχυόστρᾰκος: -ον, ὁ ἔχων τραχὺ ὄστρακον, ἔστι δ’ ὁ κτεὶς τραχυόστρακος Ἀθήν. 88Β (ἐκ τοῦ Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 16).

Greek Monolingual

και τραχεόστρακος, -ον, Α
αυτός που έχει τραχύ, σκληρό όστρακο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + -όστρακος (< ὄστρακον), πρβλ. μαλακ-όστρακος, σκληρ-όστρακος].