ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered
v. trans.
P. and V. περικαλύπτειν (Plat.), Ar. and V. καλύπτειν, V. συγκαλύπτειν (rare P.). She lies muffled in her robes: V. κεῖται συγκεκλῃμένη πέπλοις (Eur., Hec. 487).