ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
Full diacritics: Δαρικός | Medium diacritics: Δαρικός | Low diacritics: Δαρικός | Capitals: ΔΑΡΙΚΟΣ |
Transliteration A: Darikós | Transliteration B: Darikos | Transliteration C: Darikos | Beta Code: *dariko/s |
v. Δαρεικός.
v. Δαρεικός.
Δαρικός: ὁ, ἐν ἐπιγραφ. ἀντὶ Δαρεικός, Συλλ. Ἐπιγραφ. 1511, 1571.