ἀναρρόφησις
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
εως, ἡ, sucking up through a tube, Sch. Opp.H.4.462.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ succión Sch.Opp.H.4.462.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναρρόφησις: -εως, ἡ, = ἀναρροίβδησις, «τὴν μεθ’ ἡδονῆς τοῦ πόματος ἀναρρόφησιν» Εὐμάθ. σ. 170.