ἀνενεκτέον
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
(ἀναφέρω) one must refer, Plot.4.4.38, Dam.Pr.277.
Spanish (DGE)
hay que atribuir εἰς τὴν τοῦ δρωμένου φύσιν ἀνενεκτέον hay que atribuirlo a la naturaleza de lo que se ha realizado Plot.4.4.38, cf. 5.3.2, 6.5.2, Dam.Pr.277.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνενεκτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀναφέρω, δεῖ ἀναφέρειν, πρέπει τις νὰ ἀναφέρῃ, Πλωτῖν. 432Α.