proclaim
From LSJ
Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab
English > Greek (Woodhouse)
v. trans.
P. and V. κηρύσσειν, ἀνακηρύσσειν, προκηρύσσειν, προειπεῖν, ἀνειπεῖν, ἐκφέρειν, προσημαίνειν, P. προλέγειν, Ar. and P. ἀναγορεύειν, V. ἐκκηρύσσειν, προὐννέπειν, γεγωνεῖν, γεγωνίσκειν, προφωνεῖν, ἐκβάζειν, πιφαύσκειν, Ar. and V. θροεῖν; see announce. Proclaim a victor: Ar. and P. ἀνακηρύσσειν (τινά). If you proclaim this word (liberty) in the ears of Asia: P. ἢν . . . τοὔνομα τοῦτο διασπείρῃς εἰς τὴν Ἀσίαν (Isoc. 103). Proclaim in answer: V. ἀντικηρύσσειν.