Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
κωμάσδω: дор. Theocr. = κομάζω.
κωμάσδω: Δωρ. ἀντὶ τοῦ κωμάζω.
κωμάσδω: Δωρ. αντί κωμάζω.
κωμάσδω Dor. voor κωμάζω.