λοφώ

From LSJ
Revision as of 09:35, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640

Greek Monolingual

λοφῶ, -άω (Α)
1. (για τον κορυδαλλό) έχω λοφίο
2. μτφ. υποφέρω
3. (κατά τον Ησύχ.) «λοφᾷ
λόφου ἐπιθυμεῖ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος «λοφίο» + κατάλ. -άω, -, με πιθανή επίδραση του κομῶ].